-
1 λάτρης
-
2 νοσφίζω
A , E.Alc.43 : [tense] aor. Iἐνόσφισα Pi.N.6.62
, etc.:—[voice] Med., [tense] fut.νοσφίσομαι IG12(7).515.93
(Amorgos, ii B.C.) ; [dialect] Ep.νοσφίσσομαι A.R.4.1108
: [tense] aor. ἐνοσφισάμην, [dialect] Ep. νοσφισάμην, νοσφισσάμην (v. infr.): [tense] pf.νενόσφισμαι PCair.Zen.484.4
(iii B.C.), Str.2.3.4, Plu.Luc.37 :—[voice] Pass., [tense] aor.ἐνοσφίσθην Od.11.73
, etc.:I Hom. only [voice] Med. and [voice] Pass., turn away, shrink back, νοσφισθείς ibid., Thgn.94 ;νοσφίσατ' Od.11.425
: metaph., , 24.222.2 c. gen., turn away from, τίφθ' οὕτω πατρὸς νοσφίζεαι; Od.23.98.3 c. acc., forsake, abandon, ; elsewh. in Hom. of places, Κρήτης ὄρεα νιφόεντα νοσφισάμην ib.19.339 ; νοσφισσαμένη τόδε δῶμα ib. 579, 21.77, 104 ;νοσφισθεῖσα θεῶν ἀγορήν h.Cer.92
;ὅρκον ἐνοσφίσθης Archil.96
; εἴ σε νοσφίζομαι if I forsake thee, S.OT 693 (lyr.).II after Hom. ( ἀπονοσφίσσειεν first in h.Cer. 158 ) in [voice] Act., set apart, separate, remove,τινὰ ἐκ δόμων E.Hel. 641
(lyr.) ;βρέφος ματέρος ἀποπρό Id.IA 1286
(lyr.) ;τινὰ ἀπό τινος Lyc.1331
; τινα A.R.2.793 : metaph., ν. τινὰ βίου separate him from life, i. e. kill him, S.Ph. 1427 ; τῷ νύ μ'.. ἐκ βιότοιο νοσφίσατ' (imper.)ἐσσυμένως Q.S.13.282
; ν. τινά alone, A.Ch. 438 (lyr.), Eu. 211 ;ν. τινὰ ἐρωμανίης AP5.292
(Paul. Sil.).2 deprive, rob, τινά τι one of a thing, Pi.N.6.62 ; alsoν. τινά τινος A.Ch. 620
(lyr.), E.Alc.43 ;τοὺς θανόντας νοσφίσας ὧν χρῆν λαχεῖν Id.Supp. 539
; γέροντ' ἄπαιδα νοσφίσας, i. e. ὥστε ἄπαιδα εἶναι, Id.Andr. 1207 (lyr.).3 [voice] Med., put aside for oneself, appropriate, purloin,νοσφίσασθαι ὁπόσα ἂν βουλώμεθα X.Cyr.4.2.42
, cf. SIG993.21 (Calauria, iii B.C.), Plb.10.16.6,Ἑλληνικά 1.18
(Gytheum, i A.D.): in [tense] pf. [voice] Pass., νενοσφισμένος πολλά Str.l.c., cf. Plu. l. c.: ν. ἀπὸ τῶν ἀμφιτάπων, ἀπὸ τοῦ ἀναθέματος, ἀπὸ τῆς τιμῆς, appropriate part of.., PCair.Zen.l. c., LXX Jo.7.1, Act.Ap.5.2 ;ἐκ τοῦ χρήματος Ath.6.234a
: abs., PPetr.3p.162 (iii B.C.), Ep.Tit.2.10.III [voice] Med. in act. sense, deprive, rob,σφ' ἀδελφὸς χρημάτων νοσφίζεται E.Supp. 153
, cf. A.R.4.1108.2 in later poets, remove,τοὺς.. ἀπὸ Ξάνθοιο.. πνοιαὶ νοσφίσσαντο D.P.684
;νοσφίσατ' ἐκ θυμοῖο καὶ ἡδέος ἐκ βιότοιο Q.S.10.79
.—Rare in [dialect] Att. Prose.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νοσφίζω
-
3 телец
-льца α. παλ. μοσχάρι• δαμάλι.εκφρ.золотой (златой) телец – χρυσό, χρυσάφι, θησαυρός• εξουσία του χρήματος. -
4 κρείσσων
κρείσσων, ον, att. κρείττων, neuion. κρέσσων, auch Pind.; dor. κάῤῥων icompar. zu κρατύς, vgl. superl. κράτιστος); eigtl. = von größerer Körperkraft, stärker, dem Gegner an Kräften überlegen; ὁππότερος δέ κε νικήσῃ κρείσσων τε γένηται Il. 3, 71; κρείσσων ἀρετῇ τε βίῃ τε 23, 578; κρείσσων εἶς ἐμέϑεν καὶ φέρτερος οὐκ ὀλίγον περ ἔγχει 9, 217; auch ἀλλ' αἰεί τε Διὸς κρείσσων νόος ἠέπερ ἀνδρῶν, 16, 688; κεραυνοῦ κρέσσον ἄλλο βέλος Pind. I. 7, 34; νεῖκος, ἔρις κρεσσόνων, der Mächtigeren, Ol. 11, 41 N. 10, 72; Tragg. bes. von den Göttern, Aesch. frg. 7; vgl. Plat. Soph. 216 b; Plut. Pyrrh. 24; κρεισσόνων ϑεῶν ἔρως Aesch. Prom. 902; ἀλλ' ἔστι φήμη τοὺς λύκους κρείσσους κυνῶν εἶναι Suppl. 741; φύγοι τἂν χὠ κακὸς τὸν κρείσσονα Soph. Ai. 451; μὴ βίᾳ τῶν κρεισσόνων Eur. Or. 709. – Ggstz von ἥττων, τὸν κρείττω τοῠ ἥττονος ἄρχειν καὶ πλέον ἔχειν Plat. Gorg. 483 d; bes. λόγος, Ar. Nub. 113; τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν Plat. Apol. 18 b, die schwächere, schlechtere Sache zur siegenden machen. – Sehr gew. in Prosa c. gen., κρείττων γαστρός, den Bauch beherrschend, Xen. Cyr. 4, 2, 45; κρείττων χρημάτων, unbestechlich, Sp. – Aber auch in weiterer Bdtg als compar. zu ἀγαϑός betrachtet, tüchtiger, geeigneter wozu, οὐκ ἄλλος κρείττων παραμυϑεῖσϑαι Plat. Polit. 268 b, Sp. – Uebh. = besser, zuträglicher, auch in sittlicher Beziehung, vorzüglicher, κρεῖσσον γὰρ εἰςάπαξ ϑανεῖν ἢ τὰς ἁπάσας ἡμέρας πάσχειν κακῶς Aesch. Prom. 752; παντὸς γένοιτ' ἂν χρήματος κρείσσων φίλος Soph. Phil. 669; mit der den Griechen geläufigen Attraction, κρείσσων γὰρ Ἅιδᾳ κεύϑων ὁ νοσῶν μάταν Ai. 622, wie κρείσσων ἦν ὁ ἀγὼν μὴ γεγενημένος Aesch. 1, 192, es wäre besser gewesen, daß der Proceß nicht angestellt wäre.
-
5 πωλέω
Aπωλέεσκε Hdt.1.196
: [tense] fut. , X. Cyr.6.2.38; [dialect] Dor. [ per.] 3pl.πωλησεῦντι IG12(1).3.2
(Rhodes, i A.D.): [tense] aor.ἐπώλησα Plu.Phil.16
:—[voice] Pass., [tense] fut. in med. formπωλήσεται Eub.74.1
: 2 [tense] fut.πεπωλήσεται Aen.Tact.10.19
: [tense] aor. , prob. in IG12.60.10:— sell or offer for sale, opp. ὠνεῖσθαι, Hdt.1.165, 196, etc.; opp. ἀποδίδοσθαι (of the actual sale), X.Smp.8.21, cf. Mem. 2.5.5 ([voice] Pass.); μετ' ἀβακίου καὶ τραπεζίου π. ἑαυτόν sell oneself across the counter, Lys.Fr.50: c. gen. pretii, ἐπώλεε ἐς Σάρδις χρημάτων μεγάλων sold at a high price for exportation to Sardis, Hdt.8.105, cf. Ar. l.c.; πωλέω οὐδενὸς χρήματος refuse to sell it at any price, Hdt.3.139; ;τῶν πόνων π. ἁμῖν πάντα τἀγάθ' οἱ θεοί Epich.287
;ἀργυρίου π. τι X.Mem. 1.6.13
, etc.; τὰ σφῶν αὐτῶν μικροῦ λήμματος π. D.11.18; ἔρωμαι ὁπόσου πωλεῖ; ask what he wants for it, X.Mem.1.2.36;π. δὶς πρὸς ἀργύριον Thphr.HP9.6.4
([voice] Pass.);τὴν Ἀσίην πωλῶ πρὸς μύρα AP 11.3
;π. τινί τι Stratt.13.1
, cf. X.Hier.1.13 ([voice] Pass.);τι πρός τινας Hdt.9.80
, Pl.Lg. 741b;ὑπὸ κήρυκος π. τὰ κοινά D.51.22
: abs., carry on business, trade,ἐν τῇ πόλει OGI629.83
(Palmyra, ii A.D.); π. πρός τινα deal with one, Ar.Ach. 722; π. πάλιν retail, Pl.Plt. 260d:— [voice] Pass., to be sold or offered for sale,εἰν ἀγορῇ πωλεύμενα Hom.Epigr. 14.5
, cf. Berl.Sitzb.1927.160 ([place name] Cyrene), Hdt.8.105; of a person, to be sold up, POxy.1477.3 (iii/iv A.D.).3 sell, i.e. give up, betray,τὰς γραφάς D. 58.35
;τὰ τῆς πόλεως Id.19.141
;τὰ οἴκοι Id.7.17
:—[voice] Pass., of persons, to be bought and sold, betrayed, Ar. Pax 633.
См. также в других словарях:
μονεταρισμός — Οικονομική θεωρία και η οικονομική πολιτική που προκύπτει από αυτήν (ο όρος προκύπτει από την αγγλική λέξη monetary, νομισματικός). Δίνει έμφαση στην προσφορά χρήματος και τον τρόπο που επιδρά σε μια οικονομία, ειδικότερα στις τιμές, την παραγωγή … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
Φίσερ, Ίρβινγκ — (Fischer, Σόγκερτις, Νέα Υόρκη 1867 – Νέα Υόρκη 1947). Αμερικανός οικονομολόγος. Ήταν ένας από τους υποστηρικτές της λεγόμενης ποσοτικής θεωρίας του χρήματος, κατά την οποία το επίπεδο των τιμών είναι ευθέως ανάλογο προς την ποσότητα του χρήματος … Dictionary of Greek
πληθωρισμός — Αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών, όταν στην αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί δεν επιφέρει μεταβολή προς την ίδια κατεύθυνση του όγκου της παραγωγής. Λέγεται νομισματικός π. όταν η αύξηση αυτή οφείλεται σε υπερβολική προσφορά… … Dictionary of Greek
χρήμα — Είναι το μέσο που χρησιμεύει ως κοινό μέσο ανταλλαγής και πληρωμών. Σε αυτό βασίζεται η λειτουργία του μηχανισμού των τιμών, που κατευθύνει την παραγωγή και την κατανάλωση, και γι’ αυτό ακριβώς το χ. αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις έννοιες της… … Dictionary of Greek
αγοραστική δύναμη — Όρος που αναφέρεται στη δυνατότητα, μέσω του χρήματος, της απόκτησης αγαθών. H α.δ. του χρήματος είναι η σχέση του προς την αξία των αγαθών. Λέγεται και ανταλλακτικήκτητική δύναμη και προσδιορίζεται από παράγοντες που προέρχονται από το ίδιο το… … Dictionary of Greek
οικονομική πολιτική — Το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες το κράτος ρυθμίζει τις πρωτοβουλίες των ατόμων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων και τροποποιεί τις γενικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται αυτές, ώστε να πετύχει ορισμένους σκοπούς. Για να το κατορθώσει … Dictionary of Greek
τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την … Dictionary of Greek
προεξόφληση — Στις εμπορικές συναλλαγές σημαίνει την έκπτωση ή ελάττωση επί της τιμής που παραχωρείται στον χρεώστη όταν εξοφλεί πριν από τη λήξη ή του χρόνου που καθορίζεται από τις εμπορικές συνθήκες, την οφειλή του και, γενικότερα, κάθε μείωση της τιμής… … Dictionary of Greek
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek